λοξάς

λοξάς
λοξά̱ς , λοξός
slanting
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λόξας — Ονομασία, κατά την αρχαιότητα, του ποταμού Νέιρν της Σκοτίας, η οποία απαντά σε παλαιά συγγράμματα. Ο Λ. εκβάλλει στον Ατλαντικό ωκεανό …   Dictionary of Greek

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”